- γυμνοκώλης
- ο , γυμνοκώλα и γυμνοκώλω η голодран|ец, -ка; голоштанник;
πήρε μιά γυμνοκώλα — взял в жёны нищенку, голодранку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πήρε μιά γυμνοκώλα — взял в жёны нищенку, голодранку
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γυμνοκώλης — α, ικο 1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος 2. ρακένδυτος, κουρελής 3. αυτός που δεν έχει περιουσία 4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα … Dictionary of Greek
γυμνόκωλος — η, ο ο γυμνοκώλης … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek